- ημιάρτιον
- ἡμιάρτιον, τὸ (Α)1. μισός άρτος2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἄρτου ἡμικυκλώδες».[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + άρτιον (< θ. αρτ- τού άρτος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιάρτιον — half loaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιάρτια — ἡμιάρτιον half loaf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek